λαγωσφαγία

λαγωσφαγία
λᾰγω-σφᾰγία, poet. [suff] λᾰγω-ίη, ,
A killing of hares, AP6.167 (Agath.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λαγωσφαγία — λαγωσφαγία, ποιητ. τ. λαγωσφαγίη, ἡ (Α) σφαγή λαγών. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαγώς + σφαγία (< σφάγος < σφάζω), πρβλ. τεκνο σφαγία, χοιρο σφαγία) …   Dictionary of Greek

  • λαγωσφαγίης — λαγωσφαγία killing of hares fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαγός — Θηλαστικό, τυπικός εκπρόσωπος της οικογένειας leporidae, της τάξης των λαγομόρφων. H επιστημονική του ονομασία είναι Lepus europaeus. Ο λ. αυτός, που συχνά αποκαλείται κοινός σε αντιδιαστολή προς τα άλλα είδη του ίδιου γένους, έχει συνήθως μήκος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”